διαμετακόμιση

διαμετακόμιση
η
μεταφορά εμπορευμάτων από χώρα σε χώρα μέσα από μια τρίτη χώρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διαμετακόμιση — η το να μεταφέρονται εμπορεύματα μέσω άλλου τόπου ή χώρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. transit). Η λ. διαμετακόμισις μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • διαμετακομιστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή που αναφέρεται στη διαμετακόμιση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • λιμάνι — Προστατευμένη φυσική ή τεχνητή περιοχή σε παραλία, σε όχθη ποταμού ή λίμνης, που προσφέρεται για την ασφαλή παραμονή των πλοίων, όπου μέσω λιμενικών εγκαταστάσεων, τα πλοία έχουν τη δυνατότητα φορτοεκφόρτωσης εμπορευμάτων, μεταφοράς επιβατών,… …   Dictionary of Greek

  • τράνζιτο — το, Ν άκλ. 1. (οικον.) διαμετακόμιση εμπορευμάτων χωρίς την καταβολή δασμών 2. (ως επίρρ.) διαμετακομιστικώς («περνώ [ή ταξιδεύω] τράνζιτο» διέρχομαι διά μέσου μιας χώρας χωρίς να πληρώσω δασμούς για εμπορεύματα τα οποία αγόρασα ή έχω από τη χώρα …   Dictionary of Greek

  • Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… …   Dictionary of Greek

  • διαμετακομιστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη διαμετακόμιση: Πάρε μαζί σου τα διαμετακομιστικά τιμολόγια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”